εγκοπή

εγκοπή
η
1. η χαρακιά, αυλακιά.
2. η εσοχή που σχηματίζεται με κοφτερό όργανο σε σκληρή συνήθως επιφάνεια για υποδοχή αντίστοιχης προεξοχής άλλου αντικειμένου, ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκοπή — incision fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκοπή — η (AM ἐγκοπή) χαρακιά, εντομή νεοελλ. εσοχή σε αντικείμενο για να προσαρμοστεί σε αντίστοιχη προεξοχή άλλου αντικειμένου αρχ. 1. διακοπή 2. εμπόδιο, κώλυμα …   Dictionary of Greek

  • ἐγκοπῇ — ἐγκόπτω knock in aor subj pass 3rd sg ἐγκοπῆι , ἐγκοπεύς tool for cutting stone masc dat sg (epic ionic) ἐγκοπή incision fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπαί — ἐγκοπή incision fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπήν — ἐγκοπή incision fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοπῶν — ἐγκοπή incision fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… …   Dictionary of Greek

  • σκοπευτικός — ή, ό, / σκοπευτικός, ή, όν, ΝΑ [σκοπευτής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκόπευση 2. φρ. α) «σκοπευτικά μηχανήματα» στρ. όργανα σχετικώς πολύπλοκα, προσαρμοσμένα στους κιλλίβαντες τών πυροβόλων, με τα οποία πραγματοποιείται η κατά… …   Dictionary of Greek

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”